Το “μάτι” και η “αρνητική ενέργεια”: Αλήθεια ή πεποιθήσεις που μας εγκλωβίζουν συναισθηματικά;
Η έννοια της αρνητικής ενέργειας έχει γίνει ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στην ποπ ψυχολογία. Σε σειρές και ταινίες ένα αρνητικό ή χειριστικό άτομο μπορεί να παρουσιάζεται σαν φορέας αυτής της "ενέργειας", επηρεάζοντας τους γύρω του και επίσης σε βιβλία αυτοβοήθειας, δίνεται έμφαση στο να "αποφεύγουμε τους τοξικούς ανθρώπους". Από τους ανθρώπους που χαρακτηρίζονται ως “τοξικοί” έως τις αναφορές για “μάτιασμα”, η αρνητική ενέργεια φαίνεται να αποτελεί μία εύκολη εξήγηση για πολλά ανεπιθύμητα συναισθήματα. Αλλά τι σημαίνει πραγματικά αυτές οι έννοιες; Είναι κάτι που προέρχεται από τους άλλους ή μήπως κρύβει περισσότερα για τον δικό μας ψυχισμό;
Η επιστημονική κοινότητα είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στην έννοια της "αρνητικής ενέργειας", της “τοξικότητας” και του “ματιάσματος”. Αντίθετα, η κατανόηση της προβλητικής ταύτισης προσφέρει ένα εργαλείο για να αντιληφθούμε πώς οι εσωτερικές μας συγκρούσεις μπορούν να επηρεάζουν τις σχέσεις μας. Η προβλητική ταύτιση, ένας μηχανισμός άμυνας του Εγώ που εισήγαγε η Melanie Klein, μπορεί να προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική όσον αφορά στην κατανόηση της της αρνητικής ενέργειας. Σύμφωνα με αυτήν τη διαδικασία, το άτομο προβάλλει ανεπιθύμητα ή δυσάρεστα συναισθήματα, σκέψεις ή κομμάτια του εαυτού του σε κάποιο άλλο άτομο, αποδίδοντάς τα σε αυτό. Ταυτόχρονα, επηρεάζει αυτό το άτομο να αισθανθεί ή να συμπεριφερθεί σύμφωνα με την προβολή που του αποδόθηκε. Ας δούμε ένα παραδείγματα για να το κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της προβλητικής ταύτισης.
Ας υποθέσουμε ότι η Μαρία αισθάνεται συχνά ανασφάλεια σχετικά με την εμφάνισή της και τις σχέσεις της με τους άλλους. Η φίλη της η Ελένη είναι εξαιρετικά κοινωνική και δημοφιλής, πράγμα που δημιουργεί στη Μαρία ένα συναίσθημα ζήλιας και σκέψεις ότι η Ελένη την αποφεύγει ή ακόμη και ότι η Ελένη τη σχολιάζει κάθε φορά που επικοινωνεί με άλλα άτομα εκτός της Μαρίας. Η Μαρία σταδιακά οδηγείται στην πεποίθηση ότι η φίλης της έχει αρνητικές προθέσεις απέναντί της, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία ένδειξη γι' αυτό. Αντί να αναγνωρίσει τη δική της ανασφάλεια και να αναγνωρίσει το συναίσθημα της ζήλιας που νιώθει απέναντι στην Ελένη δημιουργεί την πεποίθηση σχετικά με την “τοξική” συμπεριφορά της Ελένης. Αυτή η πιστή στην αρνητική πρόθεση των άλλων δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Η Μαρία αρχίζει να απομακρύνεται από την Ελένη και να αισθάνεται ακόμα πιο ανασφαλής καθώς πιστεύει ότι η Ελένη τη «ματιάζει» και ότι η φιλία τους είναι “τοξική” και μοιραία καταδικασμένη, ενώ η Ελένη, χωρίς να καταλάβει τι συμβαίνει, αρχίζει να παρατηρεί τη συμπεριφορά της Μαρίας και απομακρύνεται και αυτή με τη σειρά της, θεωρώντας ότι ίσως κάτι δεν πάει καλά με τη σχέση τους οπότε επιβεβαιώνει τις σκέψεις και τα συναισθάηματα της Μαρίας για τη φίλη της.
Η πίστη ότι κάποιος είναι "τοξικός" ή ότι μπορεί να μας "ματιάσει" επηρεάζει βαθιά την ψυχολογία μας. Όταν αποδίδουμε τη δυσφορία μας σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η "αρνητική ενέργεια" ενός ατόμου ή η κακή του σκέψη, μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο όπου κάθε πράξη του επιβεβαιώνει την αρχική μας πεποίθηση και μας θέτει επίσης με μία αίσθηση ανελευθερίας απέναντι στις καταστάσεις, στις σκέψεις και στα συναισθήματά μας. Αυτό μας οδηγεί να αισθανόμαστε αδύναμοι, αποξενώνοντας μας από τις σχέσεις μας και οδηγώντας μας σε συναισθηματική εξάρτηση από πρακτικές ή τελετουργίες "καθαρισμού ενέργειας". Παράλληλα, η ιδέα του "ματιού" ενισχύει το αίσθημα ευαλωτότητας, προκαλώντας συχνά ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα πονοκέφαλο και κόπωση. Ο φόβος αυτός σε συνδυασμό με τα σωματικά συμπτώματα μπορεί να περιορίσει τις κοινωνικές μας σχέσεις και να μας εμποδίσει να αναλάβουμε ευθύνη για τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας, επιλέγοντας αντί να εστιάσουμε στην προσωπική μας ανάπτυξη, να αυξάνουμε την πίεση κ το άγχος που βιώνουμε.
Με την κατανόηση του μηχανισμού της προβλητικής ταύτισης, μπορούμε να ανακτήσουμε τον έλεγχο της ζωής μας και της συναισθηματικής μας ισορροπίας. Με τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας και αρχίζουμε σταδιακά να αναγνωρίζουμε τις στιγμές που προβάλλουμε τα δικά μας ανεπιθύμητα ή δύσκολα συναισθήματα στους άλλους. Η διαχείριση των συναισθημάτων μας και των εσωτερικών συγκρούσεων που αυτά προκαλούν απαιτεί αυτογνωσία και ειλικρίνεια με τον εαυτό μας. Αντί να καταφεύγουμε σε εύκολες εξηγήσεις, όπως η "τοξικότητα" ή το "μάτι", είναι πιο βοηθητικό να εστιάσουμε στο τι πραγματικά μας αναστατώνει. Αυτή η διαδικασία όχι μόνο μειώνει τη συναισθηματική εξάρτηση από εξωτερικές αιτίες, αλλά μας βοηθάει να ενισχύσουμε την προσωπική μας ευθύνη, επιτρέποντάς μας να ζήσουμε πιο ελεύθερα και αυθεντικά.