Δε σε φοβάμαι! Είσαι δυνατή εσύ!
Μεγαλώνοντας σε μία τετραμελή οικογένεια και όντας το πρώτο παιδί σε σειρά γέννησης, έχω αναγνωρίσει κάποια χαρακτηριστικά, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλα τα πρωτότοκα παιδιά. Υπευθυνότητα, συνέπεια, θάρρος, και γενικότερα υψηλές προσδοκίες. Χαρακτηριστική έκφραση που ηχεί ακόμα και σήμερα στα αυτιά μου “Δε σε φοβάμαι εσένα. Είσαι δυνατή εσύ!”
Μέχρι την ενηλικίωσή μου, η έκφραση αυτή λειτούργησε ως “αυτοεκπληρούμενη προφητεία” και πραγματικά σε αρκετά θέματα της ζωής μου ήμουν αποτελεσματική και είχα θάρρος και δύναμη για να τα αντιμετωπίσω. Ένιωθα όμως ότι κάτι δεν με ευχαριστούσε, κάτι έλειπε σε μένα και παρά του γεγονότος ότι για όλους ήμουν “η δυνατή”, εγώ για κάποιο περίεργο λόγο δεν ήμουν ευχαριστημένη. Ένιωθα πίεση, άγχος και τις υψηλές προσδοκίες των άλλων να παραμείνω δυνατή για εκείνους.
Αρκετά χρόνια μετά και ως φοιτήτρια πλέον στο τμήμα ψυχολογίας προσπάθησα να εξηγήσω πως αυτή η έκφραση προσδιόρισε τη ζωή μου και πιθανότατα και την επιλογή του επαγγέλματός μου. Η ενίσχυση της απαιτητικότητας που ξεκινούσε από την οικογένεια, συνεχίστηκε στα σχολικά χρόνια και αργότερα στην ενήλικη ζωή, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια οδηγούσε σε αναβλητικότητα, αίσθηση ματαίωσης, χρόνιας κούρασης και μείωση της αυτοπεποίθησης.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι σε ένα συνειδητό επίπεδο, τόσο από τη δική μου πλευρά, όσο και από την πλευρά της οικογένειάς μου, η πρόθεσή τους ήταν καλή και σίγουρα φροντιστική. Με ποιο τρόπο γινόταν όμως να είμαι δυνατή για τους άλλους και να με προσδιορίζουν έτσι, αλλά τελικά τα δικά μου συναισθήματα να είναι αντίθετα από τα προσδοκώμενα; Τα πράγματα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν όταν στην προσωπική μου θεραπεία άρχισα να αντιλαμβάνομαι περισσότερο από ποτέ τη δύναμη των λέξεων όταν αυτές προέρχονται από τους “σημαντικούς άλλους” στη ζωή μας, όπως για παράδειγμα την οικογένειά μας και πολύ περισσότερο, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι την έννοια της δύναμης με ένα τρόπο διαφορετικό.
Ένα δυνατό παιδί αναλαμβάνει και το ρόλο του γονέα και μετατρέπεται σε «παιδί-γονιός», με αποτέλεσμα να γίνει υπεύθυνο, αυτάρκες, αυτόνομο από τη μία, αλλά σε βαθμό που αντιστοιχεί σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, χάνοντας έτσι την παιδικότητά του και τις σχέσεις με τους συνομηλίκους του. Τα "παιδιά - γονείς" αναλαμβάνουν την ευθύνη να παίρνουν αποφάσεις, να καθοδηγούν, να μεσολαβούν, να φροντίζουν και να καθησυχάζουν και απολαμβάνουν το ρόλο τους, με κόστος όμως να μεταραπούν σε κουρασμένους και απογοητευμένους ενήλικες, καθώς οι προσδοκίες και οι ανάγκες των μεγάλων, έχουν λειτουργήσεις ασφυκτικά για τα ίδια.
Δυνατός λοιπόν σίγουρα δεν είναι εκείνος που μπορεί να επιβληθεί με τη δύναμη του σώματός του και της σωματικής του διάπλασης. Δυνατός δεν είναι αυτός που χωρίς να το επιλέγει, επιβεβαιώνει τις προσδοκίες των άλλων για να μην τους απογοητεύσει. Δυνατός είναι εκείνος που μπορεί να αναγνωρίσει τις αδυναμίες του. Δυνατός είναι εκείνος που όταν νιώθει ότι κουράστηκε θα σταματήσει και θα ζητήσει τη βοήθεια των δικών του ανθρώπων. Δυνατός είναι εκείνος που λυγίζει, πέφτει, αλλά ξανασηκώνεται. Δυνατός είναι εκείνος που όταν νιώσει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει θα αναζητήσει την κατάλληλη βοήθεια.
“Η δύναμη είναι στην καρδιά” λέει και ένα παραμύθι για παιδιά και η πιο θαρραλέα πράξη στη ζωή μας είναι η στιγμή που θα αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες μας, θα ακούσουμε την καρδιά μας και θα αναζητήσουμε στη ζωή μας την κατάλληλη θεραπεία. Η αλλαγή στη ζωή μας έχει ήδη ξεκινήσει από τη στιγμή της απόφασης.